- σπερματολογία
- η, Νβιολ. η περιγραφή και έρευνα τού σπέρματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, -ατος + -λογία*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπερματολογικός — ή, ό, Ν [σπερματολογία] βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπερματολογία … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek